οικήιος

οικήιος
οἰκήϊος, -ον (Α) ιων. τ. βλ. οἰκείος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰκήιος — οἰκήϊος , οἰκεῖος in masc nom sg (ionic) οἰκήϊος , οἰκεῖος in masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”